μπαίνω απ' το παράθυρο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μπαίνω απ' το παράθυρο < → δείτε τις λέξεις , μπαίνω, απ', από, το και παράθυρο στην αιτιατική ενικού
Έκφραση[επεξεργασία]
μπαίνω απ' το παράθυρο
- γίνομαι δεκτός σε μία θέση χωρίς να ακολουθηθεί η νόμιμη διαδικασία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μπαίνω απ' το παράθυρο
|