Fenster
Εμφάνιση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Fenster (de) ουδέτερο
- το παράθυρο
- das Fenster ist zu - το παράθυρο είναι κλειστό
- das Fenster ist auf - το παράθυρο είναι ανοιχτό
Αντώνυμα
[επεξεργασία]
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Fenster < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Fenster αρσενικό ή θηλυκό