Tür
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Tür < (κληρονομημένο) μέση άνω γερμανική < (κληρονομημένο) παλαιά άνω γερμανική < με απώτατη αρχή την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *dʰwer-. Συγγενή: αγγλική door, αρχαία ελληνική θύρα. [1]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Tür (de) θηλυκό
- η πόρτα
- ↪ mach die Tür auf! - άνοιξε την πόρτα!
- ↪ die Tür ist zu - η πόρτα είναι κλειστή
Σύνθετα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- ↑ Reconstruction:Proto-Indo-European/dʰwer- στο αγγλικό Βικιλεξικό
Πηγές[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από τη μέση άνω γερμανική (γερμανικά)
- Προέλευση λέξεων από τη μέση άνω γερμανική (γερμανικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα παλαιά άνω γερμανικά (γερμανικά)
- Προέλευση λέξεων από τα παλαιά άνω γερμανικά (γερμανικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *dʰwer- (γερμανικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (γερμανικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (γερμανικά)
- Γερμανική γλώσσα
- Ουσιαστικά (γερμανικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γερμανικά)