fenêtre

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
fenêtre fenêtres

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

fenêtre (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]