fenêtre
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά
(fr)
[
επεξεργασία
]
ενικός
πληθυντικός
fenêtre
fenêtres
Ουσιαστικό
[
επεξεργασία
]
fenêtre
(fr)
θηλυκό
το
παράθυρο
Συγγενικές λέξεις
[
επεξεργασία
]
défenestrer
défenestration
Κατηγορίες
:
Γαλλική γλώσσα
Ουσιαστικά (γαλλικά)
Αντίστροφο λεξικό (γαλλικά)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Αναζήτηση
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία
Σελίδες συζήτησης
Νέα συντακτών
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Get shortened URL
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Άλλες γλώσσες
العربية
Asturianu
Català
Corsu
Čeština
Kaszëbsczi
Cymraeg
Dansk
Deutsch
English
Esperanto
Español
Eesti
فارسی
Suomi
Français
Galego
Gaelg
Hrvatski
Magyar
Հայերեն
Bahasa Indonesia
Ido
Íslenska
Italiano
日本語
ქართული
한국어
Kurdî
ລາວ
Lietuvių
Malagasy
Македонски
Malti
Nederlands
Norsk
Occitan
Polski
Português
Română
Русский
Sängö
Tacawit
Svenska
ไทย
Türkçe
ئۇيغۇرچە / Uyghurche
Українська
Tiếng Việt
中文