ventana
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ισπανικά (es)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
ventana | ventanas |
ventana (es) (μπεντάνα) θηλυκό
- το παράθυρο
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
ventana | ventanas |
ventana (es) (μπεντάνα) θηλυκό