window

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
window windows

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈwɪndəʊ/
 
ΔΦΑ : /ˈwɪndoʊ/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

window (en)

  1. το παράθυρο
    I am getting very hot, open a window!
    Ζεσταίνομαι πολύ, άνοιξε ένα παράθυρο!
  2. (μεταφορικά)
    window of opportunity
  3. η βιτρίνα καταστήματος
     συνώνυμα: shop window
  4. (πληροφορική, GUI) το παράθυρο
    ※  The window itself is split into two parts: a toolbar along the top, and a main pane underneath (MDN docs) [1]
    «Το ίδιο το παράθυρο χωρίζεται σε δύο μέρη: μια μπάρα εργαλείων κατά μήκος της κορυφής, και ένα κύριο παράθυρο από κάτω»
    → δείτε τη λέξη WIMP

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. (αγγλικά) Firefox Developer Tools > Toolbox. Πρόσβαση 2020-11-23.