Μετάβαση στο περιεχόμενο

window

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
window windows

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈwɪndəʊ/
 
ΔΦΑ : /ˈwɪndoʊ/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

window (en)

  1. το παράθυρο, το τζάμι, άνοιγμα σε τοίχο κλειστού χώρου που επιτρέπει τη θέα, το φωτισμό και τον αερισμό του
      I am getting very hot, open a window!
    Ζεσταίνομαι πολύ, άνοιξε ένα παράθυρο!
      The passenger windows don’t open.
    Τα τζάμια του συνοδηγού δεν ανοίγουν.
  2. η βιτρίνα καταστήματος
      He was gaping at the windows decorated for Christmas.
    Χάζευε τις χριστουγεννιάτικες βιτρίνες.
     συνώνυμα: shop window
  3. (πληροφορική, GUI) το παράθυρο
      The window itself is split into two parts: a toolbar along the top, and a main pane underneath.
    Το ίδιο το παράθυρο χωρίζεται σε δύο μέρη: μια μπάρα εργαλείων κατά μήκος της κορυφής, και ένα κύριο παράθυρο από κάτω.
     δείτε τη λέξη WIMP
  4. (μόνο ενικός) το παράθυρο, ένας τρόπος να δω και να μάθω κάτι
      The television is, for the viewer, an open window to the world.
    Η τηλεόραση είναι για το θεατή ένα ανοιχτό παράθυρο στον κόσμο.
  5. μια στιγμή που υπάρχει η ευκαιρία να κάνω κάτι, αν και μπορεί να μην κρατήσει πολύ

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]