window
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
window | windows |
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]window (en)
- το παράθυρο, το τζάμι, άνοιγμα σε τοίχο κλειστού χώρου που επιτρέπει τη θέα, το φωτισμό και τον αερισμό του
- ↪ I am getting very hot, open a window!
- Ζεσταίνομαι πολύ, άνοιξε ένα παράθυρο!
- ↪ The passenger windows don’t open.
- Τα τζάμια του συνοδηγού δεν ανοίγουν.
- ↪ I am getting very hot, open a window!
- η βιτρίνα καταστήματος
- ↪ He was gaping at the windows decorated for Christmas.
- Χάζευε τις χριστουγεννιάτικες βιτρίνες.
- ≈ συνώνυμα: shop window
- ↪ He was gaping at the windows decorated for Christmas.
- (πληροφορική, GUI) το παράθυρο
- ↪ The window itself is split into two parts: a toolbar along the top, and a main pane underneath.
- Το ίδιο το παράθυρο χωρίζεται σε δύο μέρη: μια μπάρα εργαλείων κατά μήκος της κορυφής, και ένα κύριο παράθυρο από κάτω.
- → δείτε τη λέξη WIMP
- ↪ The window itself is split into two parts: a toolbar along the top, and a main pane underneath.
- (μόνο ενικός) το παράθυρο, ένας τρόπος να δω και να μάθω κάτι
- ↪ The television is, for the viewer, an open window to the world.
- Η τηλεόραση είναι για το θεατή ένα ανοιχτό παράθυρο στον κόσμο.
- ↪ The television is, for the viewer, an open window to the world.
- μια στιγμή που υπάρχει η ευκαιρία να κάνω κάτι, αν και μπορεί να μην κρατήσει πολύ