copo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
copo | copos |
copo (pt) αρσενικό
- το ποτήρι
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
copo | copos |
copo (pt) αρσενικό