ρακοπότηρο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ρακοπότηρο ουδέτερο
- μικρό ποτήρι για το ρακί
- Πολυχρόνη, φέρε τη μποτίλια και δυο ρακοπότηρα. (Νίκος Καββαδίας, Βάρδια)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ρακοπότηρο
|