Μετάβαση στο περιεχόμενο

got

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας got
γ΄ ενικό ενεστώτα got, gots
αόριστος had
παθητική μετοχή
ενεργητική μετοχή

got (en)

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

got (en)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

got (ca)