καταπίνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καταπίνω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική καταπίνω [1] < κατα- + πίνω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ka.taˈpi.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐τα‐πίν‐νω
Ρήμα[επεξεργασία]
καταπίνω, αόρ.: κατάπια, παθ.φωνή: καταπίνομαι, στ.μέλλ.: θα καταποθώ, π.αόρ.: (καταπόθηκα), μτχ.π.π.: καταπιωμένος
- κατεβάζω στον οισοφάγο και στο στομάχι μου υγρή ή στέρεη τροφή
- ↪ Δυσκολεύομαι να καταπιώ το χάπι-Αυτά τα μεγάλα χάπια δεν καταπίνονται γιατρέ και τα έκοψα στα δύο
- (μεταφορικά) υφίσταμαι κάτι δυσάρεστο (π.χ. μια προσβολή) χωρίς να διαμαρτυρηθώ, αποφεύγω να εκφράσω αυτό που αισθάνομαι
- ↪ Μου ζήτησε πάλι δανεικά και μου ήρθε να του πω, και τα περσινά δανεικά, τα αγύριστα τι θα γίνουν, αλλά το κατάπια, τι να κάνω, αδερφός μου είναι
- ↪ καταπίνω τα δάκρυά μου
- ↪Α! Όλα κι όλα! Τέτοια προσβολή δεν καταπίνεται!!!
- (λαϊκότροπο) εισπνέω
- ↪ Και νομίζεις ότι κερδίζεις κάτι που δεν καταπίνεις τον καπνό του τσιγάρου
- ↪ Τόσο καυσαέριο που καταπίνεις όλη μέρα στο ταξί, το τσιγάρο μου σε πείραξε;
- (μεταφορικά) πιστεύω κάτι αφελώς
- ↪ Μα πώς το κατάπιε; (ένα τόσο χοντρό ψέμα)
Σύνθετα[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
|
- Παθητική φωνή → λείπει η κλίση
- : καταπίνομαι παρατ. καταπινόμουν, αόρ. καταπόθηκα, μέλλ. θα καταποθεί-καταπίνεται, παρακ. έχω καταποθεί και λόγιοι τύποι μετοχών (π.χ. το καταποθέν δηλητήρια, η καταποθείσα τοξική ουσία)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καταπίνω
[επεξεργασία]
- ↑ καταπίνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
καταπίνω
- καταπίνω με τη σημερινή έννοια
- ↪ μὴ ναῦν κατά κῦμα πίῃ
- ↪τοὺς μὲν κατέπινε Κρόνος
- (αμετάβατο) η ικανότητα να καταπιεί κάποιος
- ↪ μόλις καταπίνειν δύνηται (Ιπποκράτης)
- απορροφούμαι, αφομοιώνομαι
- σπαταλώ
- ↪ περιουσίαν οὐ μόνον κατέφαγεν, ἀλλά καί κατέπιεν
[επεξεργασία]
- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Πηγές[επεξεργασία]
- καταπίνω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- καταπίνω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα κατα- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες κλίσεις (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα κατα- (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ρήματα (αρχαία ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)