αφομοιώνομαι
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]αφομοιώνομαι, π.αόρ.: αφομοιώθηκα, μτχ.π.π.: αφομοιωμένος
- παθητική φωνή του ρήματος αφομοιώνω
αφομοιώνομαι, π.αόρ.: αφομοιώθηκα, μτχ.π.π.: αφομοιωμένος