Μετάβαση στο περιεχόμενο

αφομοιώνω

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αφομοιώνω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀφομοιόω / ἀφομοιῶ < ἀπό + ὁμοιόω < ὅμοιος (με δάσυνση του "π" σε "φ", λόγω του δασυνόμενου αρκτικού "ο")

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.fo.miˈo.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αφομοιώνω

αφομοιώνω, αόρ.: αφομοίωσα, παθ.φωνή: αφομοιώνομαι, π.αόρ.: αφομοιώθηκα, μτχ.π.π.: αφομοιωμένος

  1. κάνω κάτι όμοιο με άλλο
  2. εμπεδώνω, κατανοώ κάτι πλήρως
  3. ενσωματώνω
      αφομοιώνεται στο κοινωνικό σύνολο

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]