Μετάβαση στο περιεχόμενο

ενσωματώνω

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ενσωματώνω < ελληνιστική κοινή ἐνσωματόω / ἐνσωματῶ ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική incorporer)

ενσωματώνω (παθητική φωνή: ενσωματώνομαι)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]