ενσωματώνω
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ενσωματώνω < ελληνιστική κοινή ἐνσωματόω / ἐνσωματῶ ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική incorporer)
Ρήμα
[επεξεργασία]ενσωματώνω (παθητική φωνή: ενσωματώνομαι)
- (κυριολεκτικά) (μεταφορικά) βάζω κάτι (μέσα) σε κάτι άλλο, ώστε να συναποτελέσουν ένα ενιαίο σώμα, ένα σύνολο
Συγγενικά
[επεξεργασία]- ενσωματωμένος
- ενσωμάτωση
- → δείτε τη λέξη σώμα
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ενσωματώνω | ενσωμάτωνα | θα ενσωματώνω | να ενσωματώνω | ενσωματώνοντας | |
β' ενικ. | ενσωματώνεις | ενσωμάτωνες | θα ενσωματώνεις | να ενσωματώνεις | ενσωμάτωνε | |
γ' ενικ. | ενσωματώνει | ενσωμάτωνε | θα ενσωματώνει | να ενσωματώνει | ||
α' πληθ. | ενσωματώνουμε | ενσωματώναμε | θα ενσωματώνουμε | να ενσωματώνουμε | ||
β' πληθ. | ενσωματώνετε | ενσωματώνατε | θα ενσωματώνετε | να ενσωματώνετε | ενσωματώνετε | |
γ' πληθ. | ενσωματώνουν(ε) | ενσωμάτωναν ενσωματώναν(ε) |
θα ενσωματώνουν(ε) | να ενσωματώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ενσωμάτωσα | θα ενσωματώσω | να ενσωματώσω | ενσωματώσει | ||
β' ενικ. | ενσωμάτωσες | θα ενσωματώσεις | να ενσωματώσεις | ενσωμάτωσε | ||
γ' ενικ. | ενσωμάτωσε | θα ενσωματώσει | να ενσωματώσει | |||
α' πληθ. | ενσωματώσαμε | θα ενσωματώσουμε | να ενσωματώσουμε | |||
β' πληθ. | ενσωματώσατε | θα ενσωματώσετε | να ενσωματώσετε | ενσωματώστε | ||
γ' πληθ. | ενσωμάτωσαν ενσωματώσαν(ε) |
θα ενσωματώσουν(ε) | να ενσωματώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ενσωματώσει | είχα ενσωματώσει | θα έχω ενσωματώσει | να έχω ενσωματώσει | ||
β' ενικ. | έχεις ενσωματώσει | είχες ενσωματώσει | θα έχεις ενσωματώσει | να έχεις ενσωματώσει | ||
γ' ενικ. | έχει ενσωματώσει | είχε ενσωματώσει | θα έχει ενσωματώσει | να έχει ενσωματώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ενσωματώσει | είχαμε ενσωματώσει | θα έχουμε ενσωματώσει | να έχουμε ενσωματώσει | ||
β' πληθ. | έχετε ενσωματώσει | είχατε ενσωματώσει | θα έχετε ενσωματώσει | να έχετε ενσωματώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ενσωματώσει | είχαν ενσωματώσει | θα έχουν ενσωματώσει | να έχουν ενσωματώσει |
|
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ενσωματώνω
Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ρήματα που κλίνονται όπως το «δηλώνω»
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)