συναποτελώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- συναποτελώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συναποτελῶ.[1] Μορφολογικά αναλύεται σε συν- + αποτελώ.
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /si.na.po.teˈlo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐να‐πο‐τε‐λώ
Ρήμα
[επεξεργασία]συναποτελώ
- αποτελώ σύνολο μαζί με άλλους
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] συναποτελώ
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ συναποτελώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα συν- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)