ενσωματωμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ενσωματωμένος η ενσωματωμένη το ενσωματωμένο
      γενική του ενσωματωμένου της ενσωματωμένης του ενσωματωμένου
    αιτιατική τον ενσωματωμένο την ενσωματωμένη το ενσωματωμένο
     κλητική ενσωματωμένε ενσωματωμένη ενσωματωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ενσωματωμένοι οι ενσωματωμένες τα ενσωματωμένα
      γενική των ενσωματωμένων των ενσωματωμένων των ενσωματωμένων
    αιτιατική τους ενσωματωμένους τις ενσωματωμένες τα ενσωματωμένα
     κλητική ενσωματωμένοι ενσωματωμένες ενσωματωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή[επεξεργασία]

ενσωματωμένος, -η, -ο





Μεταφράσεις[επεξεργασία]