σπαταλώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σπαταλώ < ελληνιστική κοινή σπαταλάω / σπαταλῶ < σπατάλη
Ρήμα
[επεξεργασία]σπαταλώ (παθητική φωνή: σπαταλιέμαι, σπαταλώμαι)
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη σπατάλη
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σπαταλάω - σπαταλώ | σπαταλούσα | θα σπαταλάω - σπαταλώ | να σπαταλάω - σπαταλώ | σπαταλώντας | |
β' ενικ. | σπαταλάς | σπαταλούσες | θα σπαταλάς | να σπαταλάς | σπατάλα - σπατάλαγε | |
γ' ενικ. | σπαταλάει - σπαταλά | σπαταλούσε | θα σπαταλάει - σπαταλά | να σπαταλάει - σπαταλά | ||
α' πληθ. | σπαταλάμε - σπαταλούμε | σπαταλούσαμε | θα σπαταλάμε - σπαταλούμε | να σπαταλάμε - σπαταλούμε | ||
β' πληθ. | σπαταλάτε | σπαταλούσατε | θα σπαταλάτε | να σπαταλάτε | σπαταλάτε | |
γ' πληθ. | σπαταλάν(ε) - σπαταλούν(ε) | σπαταλούσαν(ε) | θα σπαταλάν(ε) - σπαταλούν(ε) | να σπαταλάν(ε) - σπαταλούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | σπατάλησα | θα σπαταλήσω | να σπαταλήσω | σπαταλήσει | ||
β' ενικ. | σπατάλησες | θα σπαταλήσεις | να σπαταλήσεις | σπατάλα - σπατάλησε | ||
γ' ενικ. | σπατάλησε | θα σπαταλήσει | να σπαταλήσει | |||
α' πληθ. | σπαταλήσαμε | θα σπαταλήσουμε | να σπαταλήσουμε | |||
β' πληθ. | σπαταλήσατε | θα σπαταλήσετε | να σπαταλήσετε | σπαταλήστε | ||
γ' πληθ. | σπατάλησαν σπαταλήσαν(ε) |
θα σπαταλήσουν(ε) | να σπαταλήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω σπαταλήσει | είχα σπαταλήσει | θα έχω σπαταλήσει | να έχω σπαταλήσει | ||
β' ενικ. | έχεις σπαταλήσει | είχες σπαταλήσει | θα έχεις σπαταλήσει | να έχεις σπαταλήσει | ||
γ' ενικ. | έχει σπαταλήσει | είχε σπαταλήσει | θα έχει σπαταλήσει | να έχει σπαταλήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε σπαταλήσει | είχαμε σπαταλήσει | θα έχουμε σπαταλήσει | να έχουμε σπαταλήσει | ||
β' πληθ. | έχετε σπαταλήσει | είχατε σπαταλήσει | θα έχετε σπαταλήσει | να έχετε σπαταλήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν σπαταλήσει | είχαν σπαταλήσει | θα έχουν σπαταλήσει | να έχουν σπαταλήσει |
|