Μετάβαση στο περιεχόμενο

οισοφάγος

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο οισοφάγος οι οισοφάγοι
      γενική του οισοφάγου των οισοφάγων
    αιτιατική τον οισοφάγο τους οισοφάγους
     κλητική οισοφάγε οισοφάγοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
ομοίωμα ανθρώπινου οισοφάγου

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
οισοφάγος < αρχαία ελληνική οἰσοφάγος < οἴσω (μέλλοντας του φέρω) + -φάγος (< ἔφαγον, αόριστος του ἐσθίω, τρώγω)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /i.soˈfa.ɣos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: οισοφάγος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

οισοφάγος αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]