κουτσοπίνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]κουτσοπίνω
- (οικείο) πίνω περιστασιακά ή αργά αργά κάποιο οινοπνευματώδες ποτό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κουτσοπίνω
|