seem

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας seem
γ΄ ενικό ενεστώτα seems
αόριστος seemed
παθητική μετοχή seemed
ενεργητική μετοχή seeming

Ρήμα[επεξεργασία]

seem (en)

  1. φαίνομαι, δίνω την εντύπωση, μοιάζει να
    he seems to be ill
    φαίνεται άρρωστος
    It seems to me that the situation is really bad.
    Μου φαίνεται ότι η κατάσταση είναι πράγματι άσχημη.