seem
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | seem |
γ΄ ενικό ενεστώτα | seems |
αόριστος | seemed |
παθητική μετοχή | seemed |
ενεργητική μετοχή | seeming |
Ρήμα[επεξεργασία]
seem (en)
- φαίνομαι, δίνω την εντύπωση, μοιάζει να
- ↪ he seems to be ill
- φαίνεται άρρωστος
- ↪ It seems to me that the situation is really bad.
- Μου φαίνεται ότι η κατάσταση είναι πράγματι άσχημη.
- ↪ he seems to be ill