seem
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
seem (en)
- φαίνομαι, δίνω την εντύπωση
- he seems to be ill - φαίνεται άρρωστος
- it seems to me that the situation is really bad- μου φαίνεται ότι η κατάσταση είναι πράγματι άσχημη