αναζητώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αναζητώ < αρχαία ελληνική ἀναζητέω < ανά + ζητέω

Ρήμα[επεξεργασία]

αναζητώ, αναζητάω

  1. ζητώ επίμονα, εξετάζω, ερευνώ
     συνώνυμα: αναγυρεύω, ανασκαλεύω, γυρεύω, ερευνώ, ψάχνω
  2. επιθυμώ έντονα
     συνώνυμα: απογυρεύω, αποζητώ, επιθυμώ

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]