επιθυμώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επιθυμώ < αρχαία ελληνική ἐπιθυμέω
Ρήμα[επεξεργασία]
επιθυμώ
- θέλω, αποζητώ
- "θα επιθυμούσα να το έθετες αλλιώς"
- μου λείπει κάτι ή κάποιος (και πεθυμάω)
- "το παιδί λείπει στην κατασκήνωση και το επιθύμησα"
[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
|