search
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
search | searches |
search (en)
- η αναζήτηση
- ↪ I want to do a search.
- Θέλω να κάνω μια αναζήτηση.
- ↪ I’m in search of a new house./I’m on a search for a new house.
- Είμαι σε αναζήτηση νέου σπιτιού.
- ↪ I want to do a search.
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | search |
γ΄ ενικό ενεστώτα | searches |
αόριστος | searched |
παθητική μετοχή | searched |
ενεργητική μετοχή | searching |
search (en)