searching
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | searching |
συγκριτικός | more searching |
υπερθετικός | most searching |
searching (en)
- εξονοχυστική, λεπτομερής (κυρίως για έρευνα)
- ερευνητικός
Σύνθετα[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
searching (en)
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
searching (en)