προτροπή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προτροπή < αρχαία ελληνική προτροπή < προτρέπω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
προτροπή θηλυκό
- η παρακίνηση με λόγια, συμβουλές, κίνητρα κλπ
- (πληροφορική) στην διεπαφή γραμμής εντολής η αναμονή για πληκτρολόγηση εντολής σε λειτουργικό σύστημα ή άλλο πρόγραμμα[1]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προτροπή
[επεξεργασία]
- ↑ «Εισαγωγή στα λειτουργικά συστήματα», σελ. 29 από kallipos.gr. πρόσβαση:26/09/2019