prompt
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | prompt |
συγκριτικός | more prompt |
υπερθετικός | most prompt |
prompt (en)
- (χωρίς παραθετικά) ταχύς, χωρίς καθυστέρηση
Σύνθετα[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
prompt | prompts |
prompt (en)
- η υποβολή, η καθοδήγηση
- (πληροφορική), (για REPL, CLI) προτροπή
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | prompt |
γ΄ ενικό ενεστώτα | prompts |
αόριστος | prompted |
παθητική μετοχή | prompted |
ενεργητική μετοχή | prompting |
prompt (en)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
prompt στην αγγλική Βικιπαίδεια
Πηγές[επεξεργασία]
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 448-449, 656, 870-871. ISBN 9780194325684., λήμμα: κινώ, παρακινώ, ταχύς