see
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
see | sees |
see (en)
- (χριστιανισμός) επισκοπή
- έδρα
- The Holy See: Η Αγία Έδρα
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | see |
γ΄ ενικό ενεστώτα | sees |
αόριστος | saw |
παθητική μετοχή | seen |
ενεργητική μετοχή | seeing |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
see (en)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Δυτικά φριζικά (fy)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
see (fy)