sea

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
sea seas

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /siː/
ομόηχο: see

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

sea (en)

  1. (γεωγραφία) η θάλασσα, θαλάσσιος
    ⮡  the open sea - η ανοιχτή θάλασσα
    ⮡  at the bottom of the sea - στον πάτο της θάλασσας
    ⮡  We swam in the sea.
    Κολυμπήσαμε στη θάλασσα.
    ⮡  The sea is hitting against the rocks.
    Η θάλασσα χτυπάει στα βράχια.
    ⮡  These fresh fish smell like the sea!
    Αυτά τα φρέσκα ψάρια μυρίζουν θάλασσα!
    ⮡  The holds filled with sea and the caïque began to sink.
    Τα αμπάρια γέμισαν θάλασσα και το καΐκι άρχισε να βουλιάζει.
    ⮡  Submarines sail under the sea.
    Τα υποβρύχια πλέουν κάτω από τη θάλασσα.
    ⮡  The village is five hundred meters above sea level/the sea.
    Το χωριό βρίσκεται πεντακόσια μέτρα πάνω από τη θάλασσα.
    ⮡  This year we’re going on vacation by the sea.
    Φέτος θα πάμε διακοπές στη θάλασσα.
    ⮡  We are sailing in the open sea.
    Πλέαμε στα ανοιχτά.
    ⮡  sea animals - θαλάσσια ζώα
  2. η θάλασσα, η θαλασσοταραχή, η φουρτούνα, η τρικυμία, θαλάσσιος, η κίνηση της θάλασσας
    ⮡  a rough/choppy sea - ταραγμένη/κυματώδης θάλασσα
    ⮡  The sea was very rough today.
    Είχαμε πολλή θάλασσα σήμερα.
    ⮡  The ship ran into heavy seas and was delayed.
    Το πλοίο βρήκε θάλασσα και καθυστέρησε.
    ⮡  The ship was in danger due to the rough seas.
    Το πλοίο κινδύνεψε εξαιτίας της μεγάλης θαλασσοταραχής.
    ⮡  We were caught in stormy seas while we were sailing in the open sea.
    Μας έπιασε φουρτούνα καθώς πλέαμε στα ανοιχτά.
    ⮡  The boat came up against choppy seas and sank.
    Το καράβι έπεσε σε τρικυμία και βυθίστηκε.
    ⮡  sea currents - θαλάσσια ρεύματα
  3. η θάλασσα, για μεγάλη έκταση, ποσότητα
    ⮡  Athens looked like a sea of lights from the plane at night.
    Η Αθήνα φαινόταν τη νύχτα από το αεροπλάνο σαν μια θάλασσα από φώτα.

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Παράγωγα

[επεξεργασία]