θάλασσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | θάλασσα | οι | θάλασσες |
γενική | της | θάλασσας & θαλάσσης |
των | θαλασσών |
αιτιατική | τη | θάλασσα | τις | θάλασσες |
κλητική | θάλασσα | θάλασσες | ||
Και παλαιότερη μορφή γενικής ενικού θαλάσσης. | ||||
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |

η Μεσόγειος Θάλασσα στον χάρτη
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- θάλασσα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική θάλασσα < προελληνική [1] *talakya[2]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈθa.la.sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : θά‐λασ‐σα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
θάλασσα θηλυκό
- το σύνολο του αλμυρού νερού που καλύπτει την επιφάνεια της Γης
- (γεωγραφία) θαλάσσιο τμήμα που συνδέεται με έναν ωκεανό
- η επιφάνεια της θάλασσας
- η θαλασσοταραχή
- ↪ ξεκινήσαμε για ψάρεμα με τη βάρκα αλλά βρήκαμε πολύ θάλασσα και γυρίσαμε πίσω
- (σεληνογραφία) έκταση στην επιφάνεια της Σελήνης που με το τηλεσκόπιο φαίνεται σκοτεινότερη και πιο επίπεδη από τα εδάφη που την περιβάλλουν
- (μεταφορικά) το πλήθος
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
- εργάτης της θάλασσας
- Θάλασσα του Μαρμαρά
- Μαύρη Θάλασσα
- Μεσόγειος Θάλασσα
- Νεκρά Θάλασσα
- στάθμη θάλασσας
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- Θάλαττα!!!! θάλαττα!!! → δείτε τη λέξη θάλαττα (όταν αντικρίζουμε θαλασσίτσα με λαχτάρα, από την ιαχή των καταταλαιπωρημένων μυρίων όταν υπό τον Ξενοφώντα έφτασαν επιτέλους στην Τραπεζούντα ύστερα από ενάμισι χρόνο πεζοπορία στα βουνά)
- τα κάνω θάλασσα τα μπερδεύω, αποτυγχάνω σε μια προσπάθεια
- πρόσεξε κακομοίρη μου μην τα κάνεις θάλασσα στις εξετάσεις και κοπείς γιατί αλίμονό σου
- η θάλασσα κι ο αχάριστος ποτέ τους δε χορταίνουν
- και στη θάλασσα να πας, αλάτι δε θα εύρεις (για τον ανίκανο)
- όποιος κατουράει στη θάλασσα, θα τό΄βρει στο αλάτι
- στην ήσυχη τη θάλασσα, όλοι καπεταναίοι (στα εύκολα όλοι κάνουν τον αρχηγό ή τον ειδικό)
- πυρ, γυνή και θάλασσα
- ήπιε τη θάλασσα με το κουτάλι (για όποιον βασανίστηκε ή γενικά για ναυτικούς)
- Ο Κρητικός δεν ξέρει από θάλασσα (ειρωνικά για κάποιον που παριστάνει τον ανήξερο ή αντιστρόφως, "πώς μου λέτε ότι δεν κατέχω το θέμα, είναι σαν να λέτε ότι ο Κρητικός δεν ξέρει από θάλασσα)
- μέγα το της θαλάττης κράτος (έμβλημα του Ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού)
- Θάλασσα, πικροθάλασσα και πικροκυματούσα
- εν θαλάσση : στη θάλασσα
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
- θαλασσο- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα θαλασσο- στο Βικιλεξικό
- θαλασσ- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα θαλασσ- στο Βικιλεξικό
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
θάλασσα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
θάλασσα
[επεξεργασία]
- ↑ Beekes, Robert (Μπέκες, Ρόμπερτ) (2010). Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill.
- ↑ Robert Beekes, Pre-Greek Names
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | θάλασσᾰ | αἱ | θάλασσαι |
γενική | τῆς | θαλάσσης | τῶν | θαλασσῶν |
δοτική | τῇ | θαλάσσῃ | ταῖς | θαλάσσαις |
αιτιατική | τὴν | θάλασσᾰν | τὰς | θαλάσσᾱς |
κλητική ὦ! | θάλασσᾰ | θάλασσαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | θαλάσσᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | θαλάσσαιν | ||
1η κλίση, Κατηγορία 'θάλασσα' όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- θάλασσα < προελληνική[1] *talakya[2]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
θάλασσα θηλυκό
- το σύνολο του αλμυρού νερού που καλύπτει την επιφάνεια της Γης, κυρίως η Μεσόγειος (το Αιγαίο το έλεγαν Αιγαίο πέλαγος, τη Μεσόγειο από τις διαθέσιμες γραπτές πηγές τεκμαίρουμε ότι μάλλον την έλεγαν "την παρ ημιν θάλασσα", και "τούτη δω η θάλασσα")
- ※ Περσέων μέν νυν οἱ λόγιοι Φοίνικας αἰτίους φασὶ γενέσθαι τῆς διαφορῆς. τούτους γὰρ ἀπὸ τῆς Ἐρυθρῆς καλεομένης θαλάσσης ἀπικομένους ἐπί τήνδε τὴν θάλασσαν καὶ οἰκήσαντας τοῦτον τὸν χῶρον τὸν καὶ νῦν οἰκέουσι, αὐτίκα ναυτιλίῃσι μακρῇσι ἐπιθέσθαι
- οι λόγιοι των Περσών αποδίδουν στους Φοίνικες την αιτία της διαμάχης, γιατί αυτοί ήρθαν από τη λεγόμενη Ερυθρά θάλασσα στην εδώ θάλασσα και κατοίκησαν στη χώρα αυτή όπου και τώρα κατοικούν και αμέσως μακρινά ταξίδια με τα καράβια τους άρχισαν
- (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
- οι λόγιοι των Περσών αποδίδουν στους Φοίνικες την αιτία της διαμάχης, γιατί αυτοί ήρθαν από τη λεγόμενη Ερυθρά θάλασσα στην εδώ θάλασσα και κατοίκησαν στη χώρα αυτή όπου και τώρα κατοικούν και αμέσως μακρινά ταξίδια με τα καράβια τους άρχισαν
- πρὸς ἑσπέρην τῆς θαλάσσης ταύτης τῆς Κασπίης καλεομένης (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
- ※ Περσέων μέν νυν οἱ λόγιοι Φοίνικας αἰτίους φασὶ γενέσθαι τῆς διαφορῆς. τούτους γὰρ ἀπὸ τῆς Ἐρυθρῆς καλεομένης θαλάσσης ἀπικομένους ἐπί τήνδε τὴν θάλασσαν καὶ οἰκήσαντας τοῦτον τὸν χῶρον τὸν καὶ νῦν οἰκέουσι, αὐτίκα ναυτιλίῃσι μακρῇσι ἐπιθέσθαι
- το θαλασσινό νερό, το αλμυρό
- ※ ἔστι ἐν τῇ ἀκροπόλι ταύτῃ Ἐρεχθέος τοῦ γηγενέος λεγομένου εἶναι νηός, ἐν τῷ ἐλαίη τε καὶ θάλασσα ἔνι, τὰ λόγος παρὰ Ἀθηναίων Ποσειδέωνά τε καὶ Ἀθηναίην ἐρίσαντας περὶ τῆς χώρης μαρτύρια θέσθαι
- στην ακρόπολη υπάρχει ιερό του Ερεχθέα που λέγεται ότι γεννήθηκε από τη γη και στο ναό υπάρχει μια ελια και μια πηγή με θαλασσινό νερό κι όπως λένε οι Αθηναίοι τα δημιουργησαν ο Ποσειδωνας και η Αθηνά όταν έριζαν για την περιοχή
- (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
- στην ακρόπολη υπάρχει ιερό του Ερεχθέα που λέγεται ότι γεννήθηκε από τη γη και στο ναό υπάρχει μια ελια και μια πηγή με θαλασσινό νερό κι όπως λένε οι Αθηναίοι τα δημιουργησαν ο Ποσειδωνας και η Αθηνά όταν έριζαν για την περιοχή
- ※ ἔστι ἐν τῇ ἀκροπόλι ταύτῃ Ἐρεχθέος τοῦ γηγενέος λεγομένου εἶναι νηός, ἐν τῷ ἐλαίη τε καὶ θάλασσα ἔνι, τὰ λόγος παρὰ Ἀθηναίων Ποσειδέωνά τε καὶ Ἀθηναίην ἐρίσαντας περὶ τῆς χώρης μαρτύρια θέσθαι
- (μεταφορικά) η τεράστια ποσότητα
- ↪ κακῶν θάλαττα (μια θάλασσα από ατυχίες, ένας σωρός από ατυχίες που σε πνίγουν)
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- ὁ Κρὴς τὴν θάλαττα (ειρωνικά, λες και δεν ξέρει ο Κρητικός από θάλασσα)
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
- θαλασσο- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα θαλασσο- στο Βικιλεξικό
- θαλασσοκοπέω-θαλασσοκοπῶ
- θαλασσοκρατέω-θαλασσοκρατῶ
- θαλασσοκράτωρ
- θαλασσόπλαγκτος (έρμαιο των κυμάτων)
- θαλασσόπληκτος
- θαλασσουργός
[επεξεργασία]
- ↑ Beekes, Robert (Μπέκες, Ρόμπερτ) (2010). Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill.
- ↑ Robert Beekes, Pre-Greek Names
Πηγές[επεξεργασία]
- «θάλασσα» - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- «θάλασσα» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θάλασσα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θάλασσα' και με λόγια γενική ενικού -ης (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την προελληνική (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Γεωγραφία (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'θάλασσα' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θάλασσα' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπαροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Σελίδες για τεκμηρίωση