para
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Βοσνιακά (bs)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
para (bs)
Λιθουανικά (lt) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
para (lt)
Πολωνικά (pl) [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
para (pl) θηλυκό
- το ζευγάρι
- άντρας και γυναίκα
- το ζευγαράκι
- δύο όμοια πράγματα
- ένα αντικείμενο που συνήθως αποτελείται από δύο κομμάτια
- para rękawiczek - ζευγάρι γάντια
- ένα αντικείμενο που μοιάζει να αποτελείται από δύο κομμάτια
- para nożyczek - ψαλίδι (το ψαλίδι γιατί έχει "δύο" τμήματα και η λέξη nożyczki είναι στον πληθυντικό)
- το δεύτερο μέλος ενός ζευγαριού
- chciałam/em nauczyć dzieci tańczyć, ale jedno (dziecko) zostało bez pary - ήθελα να μάθω τα παιδιά να χορεύουν αλλά ένα (παιδί) έμεινε χωρίς ζευγάρι
- ο ατμός
- ο παράς (υποδιαίρεση τούρκικου νομίσματος)
Εκφράσεις[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Πορτογαλικά (pt) [επεξεργασία]
Πρόθεση[επεξεργασία]
para (pt)
Τουρκικά (tr) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
para (tr)
- το χρήμα, τα λεφτά