αποθαλασσιά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αποθαλασσιά οι αποθαλασσιές
      γενική της αποθαλασσιάς των αποθαλασσιών
    αιτιατική την αποθαλασσιά τις αποθαλασσιές
     κλητική αποθαλασσιά αποθαλασσιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αποθαλασσιά < μεσαιωνική ελληνική ἀποθαλασσία < ἀπό + αρχαία ελληνική θάλασσα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αποθαλασσιά θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]