μπερδεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μπερδεύω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μπερδεύω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /berˈðe.vo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μπερ‐δεύ‐ω

Ρήμα[επεξεργασία]

μπερδεύω, πρτ.: μπέρδευα, στ.μέλλ.: θα μπερδέψω, αόρ.: μπέρδεψα, παθ.φωνή: μπερδεύομαι, π.αόρ.: μπερδεύτηκα, μτχ.π.π.: μπερδεμένος

  1. μπλέκω ένα αντικείμενο με ένα άλλο, τα κάνω να ενωθούν κατά τρόπο τυχαίο και ανεπιθύμητο
  2. ανακατεύω ή ανακινώ ή μπλέκω (διάφορα πράγματα) ώστε να πάνε σε τυχαίες θέσεις
    Κάποιος είχε μπερδέψει τα χαρτιά και δεν μπορούσα να βρω άκρη
  3. συγχέω διαφορετικά μεταξύ τους πράγματα, καταλαβαίνω άλλο πράγμα αντί για αυτό που πρέπει
  4. προκαλώ σύγχυση σε κάποιον είτε σκόπιμα είτε κατα λάθος είτε από άγνοια
    Μπερδεύομαι όταν μου μιλάνε δύο άτομα ταυτόχρονα και δεν ξέρω τι να κάνω.

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μπερδεύω < μπερδένω < ἐμπερδεύω[1] με βάση τη μετοχή ἐμπερδεμένος (κατά το σχήμα δουλεύω-δουλεμένος) < *ἐμ-(ἐν) + περιδένω < ἐμπεριδέω (τύπος του 10ου αιώνα) < ἐμ- + περι- + αρχαία ελληνική δέω (δένω)[2]

Ρήμα[επεξεργασία]

μπερδεύω

  1. μπερδεύω, περιπλέκω → δείτε και τη λέξη μπερδένω
  2. → δείτε μπερδεύομαι με επιπλέον σημασίες

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. ἘΜΠΕΡΔΕΎΕΙΝ, § 381, Τόμος Α΄du Cange, Charles du Fresne - Δουκάγγιος (1688) Glossarium ad scriptores mediæ & infimæ Graecitatis […]. Lugduni: Apud Amissonios. Τόμοι:2. [μεσαιωνικά ελληνικά, ορισμοί στα λατινικά]
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

Πηγές[επεξεργασία]