μπερδεύομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μπερδεύομαι < μπερδεύω
Ρήμα[επεξεργασία]
μπερδεύομαι
- με μπερδεύουν
- παθαίνω σύγχυση
- μπερδεύομαι όταν μου μιλάνε δύο άτομα ταυτόχρονα και δεν ξέρω τι να κάνω
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
Παθητική φωνή
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
---|---|---|---|---|---|---|
α' ενικ. | μπερδεύομαι | μπερδευόμουν(α) | θα μπερδεύομαι | να μπερδεύομαι | ||
β' ενικ. | μπερδεύεσαι | μπερδευόσουν(α) | θα μπερδεύεσαι | να μπερδεύεσαι | (μπερδεύου) | |
γ' ενικ. | μπερδεύεται | μπερδευόταν(ε) | θα μπερδεύεται | να μπερδεύεται | ||
α' πληθ. | μπερδευόμαστε | μπερδευόμαστε μπερδευόμασταν |
θα μπερδευόμαστε | να μπερδευόμαστε | ||
β' πληθ. | μπερδεύεστε | μπερδευόσαστε μπερδευόσασταν |
θα μπερδεύεστε | να μπερδεύεστε | (μπερδεύεστε) | |
γ' πληθ. | μπερδεύονται | μπερδεύονταν μπερδευόντουσαν |
θα μπερδεύονται | να μπερδεύονται | ||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μπερδεύτηκα | θα μπερδευτώ | να μπερδευτώ | μπερδευτεί | ||
β' ενικ. | μπερδεύτηκες | θα μπερδευτείς | να μπερδευτείς | μπερδέψου | ||
γ' ενικ. | μπερδεύτηκε | θα μπερδευτεί | να μπερδευτεί | |||
α' πληθ. | μπερδευτήκαμε | θα μπερδευτούμε | να μπερδευτούμε | |||
β' πληθ. | μπερδευτήκατε | θα μπερδευτείτε | να μπερδευτείτε | μπερδευτείτε | ||
γ' πληθ. | μπερδεύτηκαν μπερδευτήκαν(ε) |
θα μπερδευτούν(ε) | να μπερδευτούν(ε) | |||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω μπερδευτεί | είχα μπερδευτεί | θα έχω μπερδευτεί | να έχω μπερδευτεί | μπερδεμένος | |
β' ενικ. | έχεις μπερδευτεί | είχες μπερδευτεί | θα έχεις μπερδευτεί | να έχεις μπερδευτεί | ||
γ' ενικ. | έχει μπερδευτεί | είχε μπερδευτεί | θα έχει μπερδευτεί | να έχει μπερδευτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε μπερδευτεί | είχαμε μπερδευτεί | θα έχουμε μπερδευτεί | να έχουμε μπερδευτεί | ||
β' πληθ. | έχετε μπερδευτεί | είχατε μπερδευτεί | θα έχετε μπερδευτεί | να έχετε μπερδευτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν μπερδευτεί | είχαν μπερδευτεί | θα έχουν μπερδευτεί | να έχουν μπερδευτεί | ||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι μπερδεμένος - είμαστε, είστε, είναι μπερδεμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν μπερδεμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν μπερδεμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι μπερδεμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι μπερδεμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι μπερδεμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι μπερδεμένοι |
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μπερδεύομαι