περιπλέκω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
περιπλέκω < περί και πλέκω

περιπλέκω

εμπλέκω, μπερδεύω «περιεπλάκη ο χαρταετός μου στα τηλεγραφικά σύρματα»

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]