περιπλέκω
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]περιπλέκω
εμπλέκω, μπερδεύω «περιεπλάκη ο χαρταετός μου στα τηλεγραφικά σύρματα»
Παράγωγα
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] περιπλέκω