mess

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
mess messes

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

mess (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)

  1. η ακαταστασία, το χάλι
    The room was in such a mess that she was ashamed to ask him in.
    Το δωμάτιο ήταν σε τέτοια ακαταστασία που ντρεπόταν να του πει να περάσει μέσα.
    The road was a mess.
    Ο δρόμος ήταν χάλια.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη disorder
  2. (μεταφορικά) το χάλι
    I feel like a mess today.
    Νιώθω χάλια σήμερα.
    Our national team is a mess right now.
    Η εθνική μας ομάδα είναι χαλιά αυτό τον καιρό.

Παράγωγες λέξεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 959. ISBN 9780194325684. , λήμμα: χάλι



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

ενικός πληθυντικός
mess mess

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

mess (fr) θηλυκό