mess
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
mess | messes |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
mess (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)
- η ακαταστασία, το χάλι
- (μεταφορικά) το χάλι
- ↪ I feel like a mess today.
- Νιώθω χάλια σήμερα.
- ↪ Our national team is a mess right now.
- Η εθνική μας ομάδα είναι χαλιά αυτό τον καιρό.
- ↪ I feel like a mess today.
[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 959. ISBN 9780194325684., λήμμα: χάλι
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
mess | mess |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
mess (fr) θηλυκό
- η Λέσχη των αξιωματικών