αξιωματικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.ksi.o.ma.tiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ξι‐ω‐μα‐τι‐κός
Ετυμολογία 1[επεξεργασία]
- αξιωματικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀξιωματικός[1]
- (μαθηματική έννοια) < (άμεσο δάνειο) γαλλική axiomatique[1]
Επίθετο[επεξεργασία]
αξιωματικός, -ή, -ό
- που του αναγνωρίζεται μία εξέχουσα θέση
- ↪ αξιωματική αντιπολίτευση: το μεγαλύτερο κόμμα της αντιπολίτευσης στη βουλή
- (μαθηματικά) που είναι σχετικός ή απορρέει από ένα αξίωμα, που χαρακτηρίζεται από αξιωματικότητα
- ↪ αξιωματική μέθοδος
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σχετικός με αξίωμα λογικό ή μαθηματικό
Ετυμολογία 2[επεξεργασία]
αξιωματικός< ουσιαστικοποιημένο αρσενικό του επιθέτου αξιωματικός, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική officier[1]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αξιωματικός αρσενικό ή θηλυκό (θηλυκό οικείο αξιωματικίνα)
- (στρατιωτικός βαθμός) στρατιωτικός με βαθμό ίσο ή ανώτερο του ανθυπολοχαγού στο στρατό ξηράς ή του αντίστοιχού του στα άλλα σώματα
- (ναυτικός όρος) πλοίαρχος ή μηχανικός του εμπορικού ναυτικού
- (σκάκι) πιόνι που μετακινείται μόνο διαγωνίως σε όποια απόσταση θέλει ο παίκτης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
στρατιωτικός
[επεξεργασία]
- ↑ 1,0 1,1 1,2 αξιωματικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Κατηγορίες:
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Μαθηματικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'γιατρός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
- Στρατιωτικοί βαθμοί (νέα ελληνικά)
- Ναυτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Σκάκι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)