τρελός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τρελός < μεσαιωνική ελληνική τρελός < ελληνιστική κοινή τρηρός < αρχαία ελληνική τρήρων. Η παρωχημένη γραφή με δύο λάμδα <λλ> είχε προέλθει από μια λιγότερο πιθανή άποψη, ότι η μεσαιωνική λέξη σχετιζόταν ετυμολογικά με κάποια ανθρωπωνύμια όπως Τρέλλος[1]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
τρελός, -ή, -ό
- που έχει τρελαθεί
- που αγαπά παθιασμένα κάποιον ή κάτι
- ↪ είναι τρελοί με την ομάδα τους
- που βρίσκεται πέρα από τη λογική, ο παράλογος
- ↪ τι είναι τα τρελά που λες;
- που βρίσκεται πέρα από αυτό που μπορεί κάποιος να ανεχτεί, ο εξωφρενικός
- ↪ είναι τρελό να χρησιμοποιείς το αυτοκίνητο για να πας να αγοράσεις τσιγάρα!
- ο ανόητος, ο απερίσκεπτος
- ↪ όταν είπε την τρελή του ιδέα να ληστέψουν την τράπεζα, όλοι γέλασαν
- ο παράφορος, ο παθιασμένος
- ↪ τρελός έρωτας
- ο εύθυμος, ο ζωηρός, ο πολύ κεφάτος
- ↪ τρελό ταξίδι / βράδυ
- (σκάκι) ο Αξιωματικός
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- κάνω σαν τρελός : ενθουσιάζομαι πολύ
- ο τρελός είδε το μεθυσμένο και φοβήθηκε : ο μεθυσμένος είναι πιο επικίνδυνος από τον τρελό
- τρελός για δέσιμο : ολοκληρωτικά τρελός
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Άλλες γραφές[επεξεργασία]
- → δείτε #Ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τρελός αρσενικό (θηλυκό τρελή)
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- της τρελής : μεγάλη αναστάτωση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τρελός
[επεξεργασία]
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Β΄ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το «καλός»
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)