τρελαμάρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τρελαμάρα | οι | τρελαμάρες |
γενική | της | τρελαμάρας | — | |
αιτιατική | την | τρελαμάρα | τις | τρελαμάρες |
κλητική | τρελαμάρα | τρελαμάρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τρελαμάρα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τρελαμάρα θηλυκό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τρελαμάρα
|