mad
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
mad (en)
- τρελός
- (ΗΠΑ) θυμωμένος, ενοχλημένος
- τρελός, παράλογος, ανόητος, ασύνετος
- τρελός, ενθουσιασμένος
- Aren't you just mad for that red dress?
- λυσσασμένος, που έχει λύσσα
- a mad dog
- (αργκό, κυρίως στις ΒΑ ΗΠΑ) πολύς (πρβλ το ελληνικό τρελά λεφτά)
- There's always mad girls at those parties
[επεξεργασία]
Δανικά (da)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
mad (da)
- το φαγητό