Μετάβαση στο περιεχόμενο

madman

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
madman madmen

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
madman < mad + -man

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

madman (en)

  1. ο τρελός, άνθρωπος που κάνει τρελά, ανόητα ή επικίνδυνα πράγματα
      I am yelling/running around like a madman.
    Φωνάζω/τρέχω σαν τρελός.
  2. (παρωχημένο, υβριστικό) ο τρελός, άνθρωπος που έχει σοβαρή ψυχική ασθένεια

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]