madwoman
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
madwoman | madwomen |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]madwoman (en)
- η τρελή, γυναίκα που κάνει τρελά, ανόητα ή επικίνδυνα πράγματα
- ↪ Her hair is like a madwoman’s.
- Τα μαλλιά της είναι σαν της τρελής.
- ↪ Her hair is like a madwoman’s.
- (παρωχημένο, υβριστικό) η τρελή, γυναίκα που έχει σοβαρή ψυχική ασθένεια