Μετάβαση στο περιεχόμενο

insane

Από Βικιλεξικό

Αγγλικά (en)

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός insane
συγκριτικός insaner / more insane
υπερθετικός insanest / most insane

Επίθετο

[επεξεργασία]

insane (en)

Συνώνυμα

[επεξεργασία]



Γαλλικά (fr)

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
insane < αγγλική insane ή λατινική insanus

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɛ̃.san/

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
insane insanes

insane (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. τρελός, παράφρων
  2. που δεν παρουσιάζει κανένα ενδιαφέρον

Συγγενικά

[επεξεργασία]