Μετάβαση στο περιεχόμενο

angry

Από Βικιλεξικό
παραθετικά
θετικός angry
συγκριτικός angrier
υπερθετικός angriest

Επίθετο

[επεξεργασία]

angry (en)

  • θυμωμένος, θυμώνω
      I am angry with/at the result.
    Είμαι θυμωμένος με το αποτέλεσμα.
      He gets angry easily, but then gets over it.
    Θυμώνει εύκολα, αλλά μετά του περνάει.
      His indifference makes me angry.
    Με θυμώνει η αδιαφορία του.
     συνώνυμα:  furious, enraged, mad και outraged,  και δείτε τη λέξη upset

Συγγενικά

[επεξεργασία]