Μετάβαση στο περιεχόμενο

furious

Από Βικιλεξικό
παραθετικά
θετικός furious
συγκριτικός more furious
υπερθετικός most furious

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈfjʊə.ɹɪəs/

Επίθετο

[επεξεργασία]

furious (en)

  1. έξαλλος, εξοργισμένος, οργισμένος, πολύ θυμωμένος
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη angry
  2. ορμητικός, φουριόζος

Συγγενικά

[επεξεργασία]