φαγητό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | φαγητό | φαγητά |
γενική | φαγητού | φαγητών |
αιτιατική | φαγητό | φαγητά |
κλητική | φαγητό | φαγητά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φαγητό < μεσαιωνική ελληνική φαγητόν < αρχαία ελληνική ἔφαγον, αόριστος του ρήματος ἐσθίω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φαγητό ουδέτερο
- η τροφή, το φαΐ
- είδος τροφής
- ποιο φαγητό σού αρέσει;
- το πρόχειρο φαγητό είναι η απόδοση του όρου fast food
- η ενέργεια του τρώω, το γεύμα
- τον καλέσαμε το βράδυ για φαγητό
- (συνεκδοχικά) η χρονική στιγμή που τρώμε
- μας τηλεφώνησε την ώρα του φαγητού
- μας πέτυχε πάνω στο φαγητό
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φαγητό
|
|