Μετάβαση στο περιεχόμενο

aliment

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
aliment < λατινική alimentum
Η λέξη μαρτυρείται από το 1120.

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
aliment aliments

aliment (fr) αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

aliment (ro)