jedzenie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- jedzenie < jeść
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]jedzenie (pl) ουδέτερο
- το φαγητό, το φαΐ
- η ενέργεια του τρώω, η κατανάλωση τροφής, το φάγωμα