φαΐ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φαΐ < μεσαιωνική ελληνική φαγί < το φαγεῖν < αρχαία ελληνική φαγεῖν, απαρέμφατο του ἔφαγον
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φαΐ ουδέτερο
- το φαγητό
- (μεταφορικά) η κονόμα, η μάσα
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φαΐ
→ δείτε τη λέξη φαγητό |