mat

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: mât

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
mat mats

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

mat (en)

Σύνθετα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 958. ISBN 9780194325684. , λήμμα: χαλάκι



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

mat (fr) αρσενικό



Νορβηγικά (no)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

mat (no)



Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

mat (pl) αρσενικό

  1. (στρατιωτικός όρος) δίοπος
  2. ματ

Συγγενικά[επεξεργασία]



Σουηδικά (sv)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

mat (sv)