ζαβός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ζαβός | η | ζαβή | το | ζαβό |
γενική | του | ζαβού | της | ζαβής | του | ζαβού |
αιτιατική | τον | ζαβό | τη | ζαβή | το | ζαβό |
κλητική | ζαβέ | ζαβή | ζαβό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ζαβοί | οι | ζαβές | τα | ζαβά |
γενική | των | ζαβών | των | ζαβών | των | ζαβών |
αιτιατική | τους | ζαβούς | τις | ζαβές | τα | ζαβά |
κλητική | ζαβοί | ζαβές | ζαβά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ζαβός < μεσαιωνική ελληνική ζαβός < αβέβαιης ετυμολόγησης
Επίθετο
[επεξεργασία]ζαβός, -ή, -ό
- (ως προς το σχήμα) στραβός, στρεβλός, όχι ίσιος
- (μεταφορικά) ανόητος, χαζός, με νοητικό ελάττωμα
- (μεταφορικά) ιδιότροπος, παράξενος