débile

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
débile < λατινική debilis

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /de.bil/

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
débile débiles

débile (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. εξασθενισμένος
     συνώνυμα: chancelant, faible, fragile, frêle, impuissant, malingre
     αντώνυμα: fort, vigoureux, dispos
  2. (φιλικά) ηλίθιος
     συνώνυμα: arriéré, bête, demeuré, idiot, imbécile, nul, taré
     αντώνυμα: sain